- ἀμφισφάλλω
- ἀμφι-σφάλλω,A treat a dislocated joint by circumduction, Hp.Art. 2:—[voice] Pass., Id.Mochl.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφισφάλλω — ἀμφισφάλλω (Α) κάνω κάτι να περιστρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + σφάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίσφαλσις] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek